|
η поправка, выздоровление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поправка? — ανάρρωση как на (ново)греческом будет слово выздоровление? — ανάρρωση как с (ново)греческого переводится слово ανάρρωση? — поправка, выздоровление — υπερβατικός — γεώτρηση — στασιάζω — βαμβακόλαδο — χαλικόστρωτος — χωρατατζού — ψαύση — αφορμάριστος — ασφαλώς — αμιαντοξυλίνη — δυσχερώς — μασούριασμα — μετεγγύηση — υποδερμικός — δοξολόγημα — αναδείχνω — μισούρανα — εισοδιάζω — παιδοψυχίατρος — αθώωση — οδόφραγμα |
|||