Новогреческий словарь
παρατηρητής
παρατηρητ|ής
ο
наблюдатель
;
επιτροπή ~ών καί ελέγχου — комиссия наблюдения и контроля
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наблюдатель
? —
παρατηρητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατηρητής
? — наблюдатель
#
(ново)греческий словарь
—
φειδωλός
—
κατεργάζομαι
—
απογαλάκτισμος
—
δρομαίος
—
οποσηδήποτε
—
αναχωρητισμός
—
αστίλβωτος
—
αρχάριος
—
φλοκκιάζω
—
τυλιγάδι
—
κάλιο
—
μέλι
—
τηλεφωτογράφημα
—
κοινωνία
—
αοριστολογώ
—
ζιγκολό
—
κρυσταλλολυχνία
—
τεκμήριο
—
ρακοπότης
—
εκθαμβωτικός
—
ακαδημία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве