|
I τό хим. сера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сера? — θείο как с (ново)греческого переводится слово θείο? — сера — φρικιαστικός — τσαλαπετεινός — ποζάτος — βεβηλώνώ — σύμμιξη — στροβιλογεννήτρια — αμπολή — μπογιαντισμένος — υδάτινος — παλληκάρι — καθίσταμαι — εξάρτια — μοναχικότητα — ζοφός — Κυριακή — απροκοψιά — πρώτον — αιματοκυλίζω — καραβόσκυλος — λεμονοπορτόκαλο — διαλάλημα |
|||