Новогреческий словарь
κιτρινωπός
κιτρινωπός
желтоватый, бледный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
желтоватый
? —
κιτρινωπός
как на
(ново)греческом
будет слово
бледный
? —
κιτρινωπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κιτρινωπός
? — желтоватый, бледный
#
(ново)греческий словарь
—
δοξολογία
—
ηχοεντοπιστής
—
ίλαρχος
—
αιμορροφιλία
—
προαποφαίνομαι
—
ραχατιλίκι
—
αδιάσταλτος
—
ελίττω
—
προαγωγεία
—
αλληλοτρώγομαι
—
ελικώδης
—
αιθυλαιθήρας
—
πουλαδίτσα
—
αποφασιστικός
—
ημιπαράφρων
—
αρώτηγος
—
υπουργήσιμος
—
ιρακινός
—
κατσιά
—
δεντρωτός
—
φωτοαντίγραφο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве