Новогреческий словарь
εμπειρογνώμονας
εμπειρογνώμονας
ο, η
знаток, эксперт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
знаток
? —
εμπειρογνώμονας
как на
(ново)греческом
будет слово
эксперт
? —
εμπειρογνώμονας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπειρογνώμονας
? — знаток, эксперт
#
(ново)греческий словарь
—
έντριψη
—
εκτυλίσσω
—
αμεροληψία
—
ωτίς
—
νερούλιασμα
—
κινητοποίηση
—
γουστόζος
—
αμιλλώμαι
—
ήμερος
—
έμπειρος
—
αναστύλωση
—
πυκνοκατοίκητος
—
ασματογράφος
—
νόμισμα
—
συνέπαθον
—
άπτυστος
—
αυτάρεσκος
—
εύλυτος
—
ορνιθοτυφλιά
—
αλλότριο
—
ορμίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве