Новогреческий словарь
συρματουργικός
συρματουργικός
волочильный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
волочильный
? —
συρματουργικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συρματουργικός
? — волочильный
#
(ново)греческий словарь
—
απείκασμα
—
κατοικίζω
—
εννεαπλασιάζω
—
γαλακτόζη
—
ματαράς
—
κτηματαγορά
—
αυτομαγνήτισμός
—
τράστ
—
αναγνωρίζω
—
αξαλάφρωτος
—
εδώδιμος
—
οίκος
—
μαντζέλλα
—
ευαρέσκεια
—
φροντισμένος
—
ψωράλογο
—
τσιτσιρίζω
—
ακριανός
—
παράδεισο
—
κωδικογράφος
—
παραμονή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве