|
весело #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διασκεδαστικά? — — υποπροξενείο — καλοφκιασμένος — καίγω — δίτονος — ιεροψάλτης — βιγκόνια — μισθολόγηση — αυτοτιμωριέμαι — πρωτύτερα — προσποίηση — σπιλιάδα — γκιοσέμι — εβραϊστί — αναρριχήτρια — πυελολιθοτομία — νευροπαθής — αφεύγατο — αποθαλασσιά — μσυρομάνικος — πυρακτώνω — συνέβγαλμος |
|||