|
1) грамотный; 2) образованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грамотный? — εγγράμματος как на (ново)греческом будет слово образованный? — εγγράμματος как с (ново)греческого переводится слово εγγράμματος? — грамотный, образованный — βρίξιμο — υαλουργός — τέντζερες — πεπονόσπορος — γράμμα — συμβιβάζω — αστροφεγγής — λεύκασμα — επιφωτίζω — προσήνεια — δαμαστικός — πρωτοπόρος — άροτρον — κιτρικός — ακτινοσκόπος — δραματοποιός — μαρκήσιος — σόι — αρβυλοποιός — ενιστικός — τσιγκλάω |
|||