Новогреческий словарь
απονίπτομαι
απονίπτομαι
мыться, умываться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мыться
? —
απονίπτομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
умываться
? —
απονίπτομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
απονίπτομαι
? — мыться, умываться
#
(ново)греческий словарь
—
ρύθμιση
—
μηλοφάγος
—
γνώθω
—
βουνοσειρά
—
περιγέλαστος
—
επισυνημμένος
—
πειθάρχηση
—
υπέρ
—
αδιαφόρετος
—
καταπονιέμαι
—
άτιμος
—
απαλλοτριώνομαι
—
μπανιάρω
—
αναγνωσματοποίηση
—
λανθασμένα
—
οδοιπορικά
—
παραμυθατζής
—
μαλθακότητα
—
ελεφαντίαση
—
επαλήθευση
—
ολιγοσαρκία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве