|
зияющий; ~ή προφορά — лингв. зияние #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зияющий? — διαχασματικός как с (ново)греческого переводится слово διαχασματικός? — зияющий — καταδολιεύομαι — γνεφτάτα — σκωτσέζικος — προπαιδειό — γριππώδης — μεταφράζω — υπέσχον — συναρμόζω — πυροσωλήνας — αρχι- — καρκινοβασία — μαγγανήσιο — δευτερόγονος — προφητάναξ — ψευδάνθρακας — τρελλάρα — αιματώδης — γούβωμα — μπιρμπιλωτός — χτενισιά — απροσήγορος |
|||