|
το 1) тележка; 2) детская коляска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тележка? — καρροτσάκι как на (ново)греческом будет слово детская коляска? — καρροτσάκι как с (ново)греческого переводится слово καρροτσάκι? — тележка, детская коляска — μπιστόλι — λεμονόχορτο — καλοδέχομαι — αρναούτι — θερμαγωγός — ευφόρητος — εμπαίνω — πλήρης — αδενοκαρκίνωμα — εκχωμάτωση — αναστηλώνω — καραβόσκυλο — σφηνάκι — ρετάλι — αφρόψαρο — συγκατατίθεμαι — υπνωτίστρια — χλίανση — διχοτόμος — ψυχοπνευματικός — ευπεψία |
|||