Новогреческий словарь
μωροπίστευτος
μωροπίστευτ|ος
1.
легковерный
;
2. (о)
ротозей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легковерный
? —
μωροπίστευτος
как на
(ново)греческом
будет слово
ротозей
? —
μωροπίστευτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μωροπίστευτος
? — легковерный, ротозей
#
(ново)греческий словарь
—
πολυσύνθετος
—
ανάρρωση
—
αντιβεντετικός
—
λιβαδερό
—
παστρικιά
—
ρωμανιστής
—
αυτοδημιούργητος
—
άσφαχτος
—
αποσαθρώνω
—
φριζάρω
—
ασκημούτσικα
—
κατσικοκλέφτρα
—
υπογλυκαιμία
—
εγέρθητι
—
διακόσιοι
—
ανεφάρμοστος
—
στυπτηρία
—
κλωστοϋφαντουργία
—
γιγάντια
—
κουνουπιέρα
—
αστρολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве