|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταθεροποιητικός? — — χοχολιέμαι — καστορέλαιον — αβούλλωτος — νταούλι — ουίσκι — πολεμητέος — γκρεμνοβόλημα — εκτομίς — μεσοζωϊκός — λουξ — διάπριστος — τραπεζομάχαιρο — αγγουρόσουπα — υποφέρνω — αχρόνιαστος — αστροθεσία — διατοίχηση — ταξιδιώτισσα — σκυθρωπάζω — ως — τάβανος |
|||