|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στροβιλισμός? — — περαματάρης — ωτοακαρίαση — διασκεδαστικά — καστανόχωμα — απύρι — ανεκδίκαστος — βλάχικα — κένωμα — ευφωνικός — καπάτσος — ενοχή — τρέπω — ειρωνευτικός — δηκτικότητα — υψώνω — ομοιόχρωμος — λαμπικαρισμένος — χρωματικότητα — λιπάζη — μερικότητα — πταρμογόνος |
|||