|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στροβιλισμός? — — ευρύστερνος — αποτριχώνω — ξεκόφτω — γλωσσοκοπώ — οδοιπορία — προσηλυτίζω — εμπειριαρχία — ινδιάνικα — μυρρόλη — ανταπεργός — θλάση — αγγλικός — γραμμοσχεδίασμο — ημικατεστραμμένος — προαποστέλλω — σύμπηκτος — πρωτοτυπώ — μεγάκυκλος — συγκινώ — αδιάπλευστος — μετρητικός |
|||