Новогреческий словарь
αναβάνω
αναβάνω
(αόρ. ανάβανα)
вспоминать
;
κάποιος σ' ~ει — кто-то тебя вспоминает
;
δέν τ' ~ει ο νούς μου — не могу вспомнить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вспоминать
? —
αναβάνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβάνω
? — вспоминать
#
(ново)греческий словарь
—
γυαλάδικο
—
ναύλωση
—
αυτοκυρίαρχος
—
ασύνδετον
—
μεγαλύτερος
—
βιασύνη
—
μελοχροινή
—
σαρξ
—
προπαππούς
—
απροεξόφλητος
—
αλευρέμπορας
—
εξήρθην
—
σκαμμένος
—
συντονίζομαι
—
λιβανωτός
—
στιλβωμένος
—
πιέτα
—
αρμόνιο
—
οσφυαλγία
—
χαβούζα
—
κνήμη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве