Новогреческий словарь
κολλεκτιβιστικός
κολλεκτιβιστικός
коллективный
;
~ό νοικοκυριό — коллективное хозяйство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коллективный
? —
κολλεκτιβιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κολλεκτιβιστικός
? — коллективный
#
(ново)греческий словарь
—
εθελοθυσίο
—
δέτης
—
έκχυση
—
παθογνωμονικός
—
παρακεντώ
—
γκρινιάρικος
—
αποσκεπάζω
—
υποπολλαπλάσια
—
ανέμιξα
—
κουμπώνομαι
—
κούρκα
—
αθλητής
—
φαλαινοθηρικός
—
ιερουργία
—
ανυπόδητος
—
εξεργάζομαν
—
βλαστοφυής
—
αποξεχνιέμαι
—
μπεηλίκι
—
σκιτσογράφος
—
γεροκολασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве