Новогреческий словарь
στηθόπονος
στηθόπον|ος
ο
боль в груди
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боль в груди
? —
στηθόπονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στηθόπονος
? — боль в груди
#
(ново)греческий словарь
—
κτηνώδης
—
ακοπάνιστος
—
υπερέχω
—
αγελαδίτσα
—
καπνικός
—
αρκτοζέφυρος
—
εθελοδουλεύω
—
παινώ
—
ηθογράφημα
—
κατανάλωση
—
αναδιανεμητικός
—
ψιλόφλουδος
—
πολυγυνία
—
αδολεσχία
—
μετρήσιμος
—
αντλοσίφων
—
στερεότυπο
—
σακιδιοθήκη
—
λάδι
—
κεφαλήστος
—
εξουσιοδοτημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве