|
рамоли; маразматик, рамолик (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рамоли? — ραμολί как на (ново)греческом будет слово маразматик? — ραμολί как на (ново)греческом будет слово рамолик? — ραμολί как с (ново)греческого переводится слово ραμολί? — рамоли, маразматик, рамолик — αμελάνιαστος — ψηφίδωμα — ρανίς — τρούπα — ετερογονία — κυλινδρώνω — επιδεκτικότητα — αεικίνητος — βόνασος — απεικονίζω — συργουλίζω — αξιολάτρευτος — εντατικοποίηση — προκηρήττω — συγχρονοσκόπιο — μαγγανιούχος — ερέβινθος — άχτιστος — ταγιέρ — αρτιβαφής — σημειωτής |
|||