Новогреческий словарь
ασβέστωση
ασβέστωση
η с.-х.
известкование
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
известкование
? —
ασβέστωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασβέστωση
? — известкование
#
(ново)греческий словарь
—
ώα
—
υπουργία
—
τέως
—
υπνογένεια
—
πετρογονία
—
σουσαμάτος
—
συμμαζώνομαι
—
καπνοσακκούλα
—
ενηλικότητα
—
μινουέττο
—
παστά
—
κοκκινολαίμης
—
προστάτρια
—
σταλαχτός
—
αλαφράδα
—
γεροντότερος
—
απασχολημένος
—
εκκολαπτήριο
—
θρυμμάτισμα
—
θερινός
—
καρδιολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве