Новогреческий словарь
βανιλλίνη
βανιλλίνη
η
ванилин
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ванилин
? —
βανιλλίνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
βανιλλίνη
? — ванилин
#
(ново)греческий словарь
—
κενόδοξος
—
ξεσκολισμένος
—
ζώγρηση
—
σαμποταριστής
—
κασίδα
—
εκκαψυλλίωση
—
ανθρακέας
—
τάγγη
—
ανυφαντό
—
ζύγιασμα
—
αμμωνιακό
—
ερυθροκίτρινος
—
ιστιοδρομικός
—
ελέηση
—
εικοσαήμερο
—
τιμωρός
—
σκουληκομυρμηγκότρυπα
—
ορμήνεια
—
εμετικός
—
μακροθυμώ
—
αργούτσικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве