Новогреческий словарь
αρμεχτής
αρμεχτ|ής
ο
доильщик, дояр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доильщик
? —
αρμεχτής
как на
(ново)греческом
будет слово
дояр
? —
αρμεχτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμεχτής
? — доильщик, дояр
#
(ново)греческий словарь
—
συγκοινωνιολογία
—
ξεπετώ
—
γλυκοζώ
—
ανευρίαστος
—
πουλάρι
—
ανταφαιρώ
—
μαθουσάλας
—
ολόρθος
—
διεθνοποιούμαι
—
όνομα
—
λυσσικός
—
εικοσαήμερο
—
αστροναυτικός
—
ανάκτηση
—
σαρανταρίζω
—
ορμώμαι
—
ανεύθυνα
—
αίφνης
—
αμάξωμα
—
επιτυγχάνω
—
χιονόβροχο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве