|
консервировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово консервировать? — κονσερβαρίζω как с (ново)греческого переводится слово κονσερβαρίζω? — консервировать — ημιδιαφάνεια — συντεχνίτισσα — συνθλώ — αλφαδιαστός — απανθράκωση — κτιστικά — εξαπλασίαση — στάγμα — παραχωρητής — επιφυλακή — λουφατζής — υστερώ — παρασυμπαθητικός — αθλήτρια — κολάστρα — λενινικός — αντανακλαστικό — χεροδούλης — νύ — εικοσιπεντάρια — ξελιγώνω |
|||