|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρεφορμιστικά? — — κάτοπτρο — αναχοβολώ — χυδαίος — θρονιάζω — διαφώσκω — σφιχτοχεριά — επουλώνομαι — αραμπαδόξιλο — κύμα — δογματολογία — ταραχτικός — ανθυπορύσσω — ακάνθινος — δροσό — γεφύρωση — επαλείφω — μοιραίο — ηθικοποιώ — διακομίζω — ρωμαϊστής — σκιάγραμμα |
|||