Новогреческий словарь
συνυπηρετώ
συνυπηρετώ
вместе служить
(с кем-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вместе служить
? —
συνυπηρετώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνυπηρετώ
? — вместе служить
#
(ново)греческий словарь
—
κανάρι
—
τριγλί
—
αυτοκράτειρα
—
ρίψη
—
μονώνυξ
—
καστανόχρωμος
—
αντιστάθμισις
—
φωνηεντικός
—
λύτρα
—
γραμματοκομιστής
—
πολυετής
—
ποδηλατοδρομία
—
αγώνιαστος
—
γύρω
—
προξενήτρια
—
ζάλογγο
—
καταρράχι
—
δευτερόκλιτος
—
γράπωμα
—
ρετσέλι
—
ιζηματογόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве