|
ο уст. 1) сержант; 2) грубиян #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сержант? — τσαούσης как на (ново)греческом будет слово грубиян? — τσαούσης как с (ново)греческого переводится слово τσαούσης? — сержант, грубиян — πλάση — κρύπτω — κορόμηλο — αλληλοτραυματίζομαι — αυτοαπομόνωση — νιμμένος — νοστιμεύομαι — μειλνχιότης — κομματιάζομαι — ρομαντζάρω — σουρεαλίστρια — λίχνευμα — επισκεπτήριος — αποκριάτικα — αρτοποιία — λοταριτζής — αυθόρμητος — δονησιθεραπεία — αστειολογώ — μάγκα — πασσάλωση |
|||