Новогреческий словарь
ξανακερδίζω
ξανακερδίζω
отыгрывать
(проигранное);
~ τά χαμένα — отыгрываться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отыгрывать
? —
ξανακερδίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξανακερδίζω
? — отыгрывать
#
(ново)греческий словарь
—
αφιερωτικός
—
επιπήγνομαι
—
χαρτόσημο
—
ματαιοσπουδώ
—
αποξεχνάω
—
απολυτρωτής
—
υπνοθεραπευτικός
—
βρετός
—
ξάφρισμα
—
πωλητήριο
—
φιλοδοξία
—
αναισχυντώ
—
εφημερίδα
—
αρτοζαχαροπλάστης
—
μεγάλυνσις
—
αμίαντο
—
φτυαριά
—
πελλερίνα
—
μεταλλουργική
—
πιανίστα
—
σκάφανδρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве