|
ο, η шутник, весельчак; остряк, (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шутник? — ευθυμολόγος как на (ново)греческом будет слово весельчак? — ευθυμολόγος как на (ново)греческом будет слово остряк? — ευθυμολόγος как с (ново)греческого переводится слово ευθυμολόγος? — шутник, весельчак, остряк — σούρω — εκμυστηρευτικός — γωνίασμός — χείμετλον — νιμμένος — όσφρηση — πλάνη — ανακουνιέμαι — μουρτάτης — πορίζομαι — ενόψει — παραπεμπτικό — διαφωνία — κατάμαυρος — ξεβαρκάρω — αστροβόλημα — αλετρόπιασμα — πριονίδια — δομένος — συγκρότηση — αγράμματος |
|||