Новогреческий словарь
αμμοκονία
αμμοκονία
η
раствор
(известковый, цементный и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раствор
? —
αμμοκονία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμμοκονία
? — раствор
#
(ново)греческий словарь
—
τετράχρονος
—
χρεωκοπία
—
ετέθην
—
περί
—
ευαγές
—
μεταλλομάστευση
—
κατονομασία
—
εύδρομο
—
αγοραστής
—
μετατρέπω
—
ηλεκτροτυπία
—
επιζητώ
—
δυσεπίλυτος
—
αρτοποιός
—
τσιτωμένος
—
αλβανική
—
μινίστρος
—
κοκκορεύομαι
—
αστατικός
—
κοράλλινος
—
μυδοκαλλιέργεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве