Новогреческий словарь
μυριοστόλιστος
μυριοστόλιστ|ος
разукрашенный, разряженный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разукрашенный
? —
μυριοστόλιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
разряженный
? —
μυριοστόλιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυριοστόλιστος
? — разукрашенный, разряженный
#
(ново)греческий словарь
—
άσκιος
—
ακράτητος
—
έμμονος
—
αναδένω
—
σαβουράδικο
—
μεροκαματιάρης
—
αμνημόνευτος
—
ηχώ
—
ασυγκίνητος
—
ανεμομείκτης
—
προλεταριάτο
—
τζαμπατζίδισσα
—
εντελώς
—
ανετάθην
—
πυροφοβία
—
ιχθυόσαυρος
—
ξαναθυμίζω
—
πολυσπερμία
—
μαγκούφης
—
ταλάντωση
—
αρχιμηχανουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве