|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κανονάρχημα? — — κανάγισσα — αθλητικός — αλλάκτης — τσιπουράκι — απογραφικός — τοπάζι — γροθάρι — Γαλαξίας — τύλος — κορνιζάρω — πλεοναστικός — ξυλική — ασδερεύω — νεκρολαγνεία — αντικληρικά — αγριομάτης — αντιπαρατάσσω — διάρα — λαθροχειρώ — τιμολόγηση — ζαμπίτης |
|||