Новогреческий словарь
πειθαρχικά
πειθαρχικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειθαρχικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βάρεμα
—
έρωτας
—
δολισμός
—
δραστηριοποιώ
—
φωτιά
—
ιππέμπορος
—
ιδρυματοποιούμαι
—
ρωσοτουρκικός
—
ισόρροπος
—
συγκολλώ
—
μεγαλοφρονώ
—
ανθοκόμος
—
καφασωτός
—
άναμμα
—
ατομοκίνητος
—
προσμετρώ
—
πεντάδιπλος
—
βακίλλιον
—
συγχρονικός
—
συνδιάσκεψη
—
ακορδέλλιοστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве