|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πειθαρχικά? — — πρεσβυωπία — αμφικτιονικός — καψουρεύομαι — ακαυχησία — διεκροή — απόκρεως — δικαρπίζω — φαληρώτικος — φωτογραφώ — ψάξιμο — άκαρδος — πίπερμαν — ψυκτικός — γυψέλι — οξυοσμία — πεινασμένος — λεξικολογία — αβλεψία — βιοαποικοδομήσιμος — σεληνογράφος — μαννεκέν |
|||