|
1) незаменённый; 2) незаменимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаменённый? — αναντικατάστατος как на (ново)греческом будет слово незаменимый? — αναντικατάστατος как с (ново)греческого переводится слово αναντικατάστατος? — незаменённый, незаменимый — μαίανδρος — βεργίζω — ψιμμυθιωμένος — ταχύπλοος — βαρύφωνος — ανατήκω — βραδύτερον — ανέμυαλος — λοχανοφάγος — εμμανώς — ακρότομος — μηνολόγιο — μόρφωση — διαβολόσπέρμα — καλαθοπλεκτηκή — καγκελλάριος — ακρογιάλι — σπίζα — κλητικός — πηγαινόρχομαι — φορμαρισμένος |
|||