|
(-εντός) τό грам. гласный (звук) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гласный? — φωνήεν как с (ново)греческого переводится слово φωνήεν? — гласный — παράβλεψη — μαθηματική — ανυπερθέτως — θόλωσις — αγκύλος — αγκωνάρι — αντινομικός — επίφαση — ηλεκτροστατική — ηλιθιότητα — συνημίτονο — Κινέζος — πήδος — ατσαλάκωτος — ἀνάστεμα — επταμηνίτικος — ξεπάγωμα — ροδόχρους — γυναικότης — υπο- — ρολό |
|||