Новогреческий словарь
επιβουλεύομαι
επιβουλεύομαι
посягать, покушаться
;
~ τήν ελευθερία — посягать на свободу
;
~ τήν ζωή του (τήν τιμή του) — накушаться на его жизнь (честь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посягать
? —
επιβουλεύομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
покушаться
? —
επιβουλεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιβουλεύομαι
? — посягать, покушаться
#
(ново)греческий словарь
—
ευκολόγνωρος
—
πεπιεσμένος
—
εξτρεμισμός
—
καλάω
—
χορδίτις
—
εγγλεζομαθημένος
—
μανιώνω
—
έγγειος
—
ασηπτος
—
ανόστεος
—
κωλύομαι
—
πολυξοδίαστής
—
τουρκομερίτης
—
ψαχουλευτά
—
σύνταγμα
—
συλληπτήριος
—
διαμονητήριος
—
αταχυδρόμητος
—
άμυλο
—
στραταρχικός
—
αμανδάλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве