Новогреческий словарь
καρικωμένος
καρικωμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρικωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανασκαλίζω
—
ανάταση
—
ώρα
—
οπωροπωλείο
—
ξεσκισμένος
—
φιλανθρωπικός
—
άωτον
—
ψυχραίνομαι
—
ακοπτος
—
φιτιλιά
—
οργίλως
—
εγκάτοικος
—
νεοδύμιον
—
κέδρινος
—
προσανατολίζομαι
—
ενενηκονταετής
—
τρυφεροκώλης
—
καλημερούδια
—
εισροή
—
ευκτήριον
—
κακορρίζικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве