Новогреческий словарь
αμελώδητος
αμελώδητ|ος
1)
не положенный на музыку
;
2)
невоспетый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не положенный на музыку
? —
αμελώδητος
как на
(ново)греческом
будет слово
невоспетый
? —
αμελώδητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμελώδητος
? — не положенный на музыку, невоспетый
#
(ново)греческий словарь
—
ανεύθυνα
—
ακκισμα
—
πνευματώδης
—
παραγγελιοδοχικός
—
συρροή
—
υψίπυκνος
—
ερχόμενος
—
συγκολλητήρας
—
θερμόφιλος
—
αλεπόμουτρο
—
τέλειωμός
—
τετραπέρατος
—
δωροδοκία
—
βουνοκορφή
—
γυμνάσιο
—
ανακτοβούλιο
—
αποκοιμιστικά
—
αποκρυστάλλωση
—
εντεταμένος
—
απογυμνίωνω
—
γουρλώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве