|
το сусломер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сусломер? — γλευκόμετρο как с (ново)греческого переводится слово γλευκόμετρο? — сусломер — αλεξία — γλωσσοφάγωμα — Μαυροβούνιος — εμέ — μεγαλόστομος — αμμοδόκη — κολποσκόπηση — εξετάζω — πριάπειος — εύγλωττος — εκβαθύνω — κολλούρα — ρυμούλκηση — μουσείο — ανασκάλεμα — ανεπαισθήτως — ζάλη — φάκελος — ροδώνας — καταπώς — ετερόκοιλος |
|||