|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σέλωμα? — — μουλαρώνω — λαγγάδι — κολακιάρης — μέση — παχυδερμία — μυθολόγημα — ενηλικιώνομαι — ανθρακέας — υπολογιστικός — βαμβακώνας — παπαρδέλας — συμπιεστικός — σκοτεινόχρωμος — αναγκαστικά — αγούμαστος — ακαζάνιαστος — ζωνοσκώληκες — ανημποριάζω — επαπειλούμαι — απολεσθέντα — αυτοκυβερνώμαι |
|||