Новогреческий словарь
κουρεύω
κουρεύω
стричь
;
===
άς πάει νά ~εται — пусть делает(__,__) что хочет, меня это не интересует
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стричь
? —
κουρεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουρεύω
? — стричь
#
(ново)греческий словарь
—
ανάμεστος
—
αγρονθοκόπητος
—
απαζάρευτα
—
στρυχνίνη
—
διατετιμημένος
—
τοσούλης
—
κονσέρβα
—
καταδικασμένος
—
βιαστικά
—
ανθυποβρύχιο
—
ανεπιτήδευτος
—
απολυτρωτισμός
—
μεταπρατικός
—
κληρούχος
—
αμμοειδής
—
ανθρακώδης
—
βέβαια
—
σταυροφορία
—
ασύχναστα
—
χαραματιά
—
ηλεκτρομαγνητισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве