|
безбожный, нечестивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безбожный? — αντίθεος как на (ново)греческом будет слово нечестивый? — αντίθεος как с (ново)греческого переводится слово αντίθεος? — безбожный, нечестивый — λεγεωνάριος — ατρόμακτος — ουρολόγος — σπετσιέρης — πρωτοείδωτος — σουρμές — χουλιάρι — οιστρογόνο — σαρκαστικός — αγροτικό — γέμω — μηχανορραφώ — καταναλωμένος — ξαναμασώ — βάφτιση — γλαροδόλωμα — ματιά — διπλό — αξιοπιστία — μπαλτζής — ευκατάληπτος |
|||