Новогреческий словарь
ορνιθαρειό
ορνιθαρειό
το
курятник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
курятник
? —
ορνιθαρειό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορνιθαρειό
? — курятник
#
(ново)греческий словарь
—
λαμνοκωπώ
—
αληθοφανής
—
τεκμηριωμένος
—
κατασχέτω
—
δυσωδία
—
αγροφύλαξ
—
ελικοπτεροφόρος
—
μαυροφορεμένος
—
υδαταγωγός
—
ψιάθιον
—
υπερωρία
—
παραφυσάω
—
κουραστικά
—
αξέφραστος
—
γυμνασιόπαις
—
συνδιαιτωμαι
—
νουνεχής
—
λυγηρός
—
αργοπεθαίνω
—
ταχύπλοος
—
καθετηρίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве