|
το курятник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курятник? — ορνιθαρειό как с (ново)греческого переводится слово ορνιθαρειό? — курятник — σιλουέτα — πληροφορώ — μέδουσα — μαγνητεγερτικός — μαλαματοκάπνισμα — ανακυλώ — νεφρίτης — φεγγαρίστικος — παριστάνω — Πλούτωνας — ώχρα — βοστρυχωτός — χοχλάδι — αναβιωτικός — συνταιριαστός — ανετοίμαστος — αμακατζήδικος — ξεμπέρδεμα — γερόντισσα — ξύστρισμα — απλογραφία |
|||