|
1) грязный; 2) неряшливый (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грязный? — γλινιάρης как на (ново)греческом будет слово неряшливый? — γλινιάρης как с (ново)греческого переводится слово γλινιάρης? — грязный, неряшливый — έθος — ζύγωθρον — ογδοήκοντα — σόϊ — λιπάση — υπόδικος — κάλλιστος — ηλεκτροτεχνικός — ελαιοτριβείον — ρυζόχαρτο — βαλανοειδής — αϊτοφτέρουγος — συνθημα — οπλίζω — ρεζές — επιφαινόμενο — καφεπώλισσα — αποκασμού — χωρισμός — στραβοκομμένος — χιλιαναθεματισμένος |
|||