Новогреческий словарь
εντράπηκα
εντράπηκα
αόρ. от εντρέπομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντράπηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τακτικότητα
—
οχτρός
—
ορείχαλκος
—
σούρβα
—
μπάρ
—
καρρολόγος
—
ανθρακοδόχη
—
σάρκα
—
ακροδέκτης
—
μαζωχτής
—
αγαναχτώ
—
λοφοσειρά
—
ενδοσκοπώ
—
τροχιστήρι
—
ελληνική
—
παπουτσώνω
—
γουρουνόμαλλο
—
καταιγισμός
—
μυρρέλαιο
—
προνομιακός
—
καρυδήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве