|
с острова Наксос; === η νάξια (λίθος) — наждак; точильный камень, брусок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с острова Наксос? — νάξιος как с (ново)греческого переводится слово νάξιος? — с острова Наксос — μέσοφρυς — μανθάνω — λογοπαικτώ — τρανταχτός — χειρουργός — βοτανοθεραπεία — καταπίστομα — κοζάκοι — περαματάρης — γαλαξίας — αγριοσινάπι — ψωμιέρα — πυργίσκος — ελαιόδενδρο — υφαντουργία — μόνωση — νανοηλεκτρονική — πριτσινώνω — φροκαλίζω — αχτιδοστέφανο — δημότης |
|||