|
η дарительница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дарительница? — δωρήτρια как с (ново)греческого переводится слово δωρήτρια? — дарительница — αμαυροφανής — στροβιλιστικός — εσσέντζα — βατόμουρο — εμμηνορροώ — σκάφη — φωνοσπασμία — ποταμάκι — προσρόφηση — καταγωγή — αναπαράγω — πολιτοφύλακας — ρητινόπισσα — αναλυμένος — ρολλίνα — τέττιγας — σιδηρομεταλλουργία — λευκωματουρία — φρεσκάδα — εκχωματισμός — αυτογραφία |
|||