|
овечий; бараний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овечий? — πρόβειος как на (ново)греческом будет слово бараний? — πρόβειος как с (ново)греческого переводится слово πρόβειος? — овечий, бараний — δαγγειόπληκτος — λοή — ανεπίπληκτος — ανεκλάλητος — ανισοτιμία — οικοπεδούχος — τριακονταετία — ακουρασιά — φούντωμα — γούνινος — γέττο — καλοδεχούμενος — φκόλα — αμαξίδιο — ασωτεύομαι — εμπτυσμός — ευμήκης — άχνουδος — πολυκυτταρικός — αγροτόπαιδο — στομωμένος |
|||