|
το коса; серп; τό σφυρί καί τό ~ — серп и молот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коса? — δρεπάνι как на (ново)греческом будет слово серп? — δρεπάνι как с (ново)греческого переводится слово δρεπάνι? — коса, серп — ανταποδοτικός — κατάπνιξη — αρύλογος — ευκτός — χιονομετρία — μερομήνια — σταχυολόγηση — ακρίβια — λουστραρισμένος — ποιέω — καλλιέργημα — κουδουνίστρα — ιχθυοτρόφος — διαιτήσιμος — σβανάρω — γουρνιάζω — μόλα — προπηλάκιση — κατάφαση — μάννα — φωνιάζω |
|||