|
ο 1) шут, паяц; 2) сквернослов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шут? — μουκαλίτης как на (ново)греческом будет слово паяц? — μουκαλίτης как на (ново)греческом будет слово сквернослов? — μουκαλίτης как с (ново)греческого переводится слово μουκαλίτης? — шут, паяц, сквернослов — αποκαταστημένος — θεοδύναμος — σφύραινα — γυρεύγω — ασπρίλα — απαραβίαστος — γαλάρι — παραπειστικός — διέγερση — θραυστήρ — ισκιώνω — παραγοντοποίηση — μπάσκετ-μπώλ — φιλοτεχνικός — οικολογία — τεχνολογικός — εξοιδαίνομαι — κατατάζομαι — εκπήδηση — γροίκηση — πτωχικός |
|||