Новогреческий словарь
ανδριαντοποιός
ανδριαντοποιός
ο
скульптор; ваятель
(уст.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скульптор
? —
ανδριαντοποιός
как на
(ново)греческом
будет слово
ваятель
? —
ανδριαντοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανδριαντοποιός
? — скульптор, ваятель
#
(ново)греческий словарь
—
ξανθοκυανωπία
—
διχρωμικός
—
νιότη
—
μητροπολίτης
—
συντροφικά
—
πεζεβέγκης
—
φαλάκρωση
—
λειβαδήσιος
—
στερεά
—
κουρτινόξυλο
—
σπάσιμο
—
ψιλολογάω
—
οψιμαθής
—
δροσίζω
—
ζεύλα
—
μαλωμένος
—
βουκεφάλης
—
υπεραισθησία
—
Νάρκισσος
—
περιλαβαίνω
—
πρεσβυωπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве