Новогреческий словарь
ολοκληρία
ολοκληρία
η :
καθ' ολοκληρίαν — целиком и полностью; всецело
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολοκληρία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
Ιούλης
—
κονιοσκόπιο
—
περατώνω
—
προπλάττω
—
λιθάνθρακας
—
επιβραχυντικός
—
ασφαλτόστρωμα
—
καταπίεση
—
προσωπικός
—
ελάχιστο
—
επικαρπούμαι
—
μηχανοκάϊκο
—
χάρος
—
αποθηρίωση
—
ανελήφθην
—
υποφώσκω
—
αμυησία
—
ανησυχητικός
—
μισόβραστος
—
κόβω
—
ανακαθάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве